γένια, τα, ουσ. [πλ. του ουσ. γένι], η γενειάδα. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- ακόμη δεν έβγαλε γένια, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή σε μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του, αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτόν: «ακόμη δεν έβγαλε γένια, θέλει να μας κάνει και το δάσκαλο». Το ότι δεν έβγαλε ακόμη γένια παραπέμπει σε παιδική ή εφηβική ηλικία. Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- άλλοι τα γένια επιθυμούν κι άλλοι που τα ’χουνε τα φτουν, βλ. συνηθέστ. άλλος το ’χει και το κατουράει κι άλλος δεν το ’χει και το λαχταράει, λ. άλλος·
- αν κόψει ο παπάς τα γένια του, βλ. λ. παπάς·
- άσπρα γένια, πούτσα σιδερένια, βλ. λ. πούτσα·
- άσπρισαν τα γένια μου, βλ. φρ. βγήκαν τα γένια μου·
- αφήνει γένι ή αφήνει γένια, δεν τα ξυρίζω σκόπιμα για να μεγαλώσουν: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό, άφησε γένια». Ο πλ. ίσως από το πλήθος των τριχών·
- βγάζω γένια, γίνομαι παλικάρι: «μόλις έβγαλε γένια, άρχισε να γκομενιάζει»·
- βγήκαν τα γένια μου, έκφραση δυσφορίας σε κάποιον που άργησε πολύ να έρθει στο ραντεβού μας: «άντε, ρε παιδάκι μου, βγήκαν τα γένια μου να σε περιμένω». Από το ότι, αυτός που πηγαίνει σε κάποιο ραντεβού, υποτίθεται πως ξυρίζεται για να είναι ευπρεπής και εμφανίσιμος· 
- έβγαλα γένια, περίμενα κάποιον στο ραντεβού πολύ περισσότερο από την προκαθορισμένη ώρα: «άντε, βρε παιδάκι μου, έβγαλα γένια να σε περιμένω», ενν. πως, ενώ πήγα στο ραντεβού μου ξυρισμένος, αργοπόρησε τόσο πολύ ο άλλος, που τα γένια μου ξαναφύτρωσαν·
- είναι πολλοί οι μπαρμπέρηδες για του σπανού τα γένια, βλ. λ. μπαρμπέρης·
- έπιασε τον πάπα απ’ τα γένια! βλ. λ. πάπας·
- ευλογάει τα γένια του, βλ. φρ. ο παπάς πρώτα τα γένια του ευλογάει· 
- ήρθα ξυρισμένος κι έφυγα με γένια, έμεινα ή περίμενα σε ένα χώρο πολύ περισσότερο από το κανονικό: «πέρασα απ’ το γραφείο του να του πω μια καλημέρα, κι ήρθα ξυρισμένος κι έφυγα με γένια || πήγα στην τράπεζα να πάρω τη σύνταξή μου, αλλά είχε τόσο κόσμο, που ήρθα ξυρισμένος κι έφυγα με γένια»·
- κρατάει τον πάπα απ’ τα γένια! βλ. λ. πάπας·
- μα τα γένια του σπανού! βλ. λ. σπανός·
- μόνο του σπανού τα γένια δε γίνονται, βλ. λ. σπανός·
- ο παπάς πρώτα τα γένια του ευλογάει, βλ. λ. παπάς·
- όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια, α. εκείνος που επιχειρεί κάτι δύσκολο, έχει και τον τρόπο να το αντιμετωπίσει: «πώς θα ξεμπερδέψεις τώρα απ’ αυτή την υπόθεση; -Μην ανησυχείς, αγόρι μου, γιατί, όποιος έχει τα γένια έχει και τα χτένια». β. εκείνος που έχει χρήματα, έχει και τις απολαύσεις: «και βέβαια θ’ αρχίσω να κάνω ταξίδια, γιατί, όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια»·
- όταν βγάλει ο σπανός γένια, βλ. λ. σπανός.